μόχθος

μόχθος
μόχθος, ου, ὁ (Hes. and X.+; PRyl 28, 117; Kaibel 851, 1; LXX; TestAbr B 9 p. 114, 2 [Stone p. 76]; TestJob 24:2; TestJud 18:4; Apc4Esdr Fgm. a [w. κόπος]; SibOr 2, 272; Philo, Mos. 1, 284) labor, exertion, hardship w. κόπος (Proverb. Aesopi 11 P.; Anth. Pal. 1, 47, 3; 1, 90, 4; Jer 20:18 v.l.; cp. Job 2:9) 2 Cor 11:27; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Hs 5, 6, 2.—πόνος 2, end.—DELG. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόχθος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθε — μόχθος toil masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθον — μόχθος toil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”